ἀντιμαχόμενα

ἀντιμαχόμενα
ἀντιμάχομαι
fight against
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀντιμαχομένας — ἀντιμαχομένᾱς , ἀντιμάχομαι fight against pres part mp fem acc pl ἀντιμαχομένᾱς , ἀντιμάχομαι fight against pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • αντιμάχομαι — (AM ἀντιμάχομαι) μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ νεοελλ. 1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι 2. προβάλλω αντίσταση 3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του… …   Dictionary of Greek

  • Άβιλα — I (Avila).Πόλη (49.700 κάτ. το 2001) της κεντρικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (8.048 τ. χλμ., 163.885 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Παλιάς Καστίλης, στη δεξιά όχθη του ποταμού Αντάχα. Γνωστή μόνο από την εποχή του… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

  • Ατάουλφος — (; – 415 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων (410 415) διάδοχος του Αλάριχου Α’. Ο Α., γυναικάδελφος του Αλάριχου, ανέλαβε την αρχηγία των Βησιγότθων μετά τον ξαφνικό θάνατό του, στις παραμονές της εκστρατείας στη Β Αφρική. Ο Α. διαπνεόταν από μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννινα ή Γιάννενα — Πόλη (υψόμ. 480 μ., 61.629 κάτ.) της Ηπείρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της περιφέρειας Ηπείρου. Χτισμένη στη νοτιοδυτική όχθη της ομώνυμης λίμνης, της αρχαίας Παμβώτιδας, περιβάλλεται από βουνά και λόφους, το Μιτσικέλι και τον Δρίσκο από …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”